ὅλμος

ὅλμος
ὅλμος ([full] ὄλμος codd. of Hes. and Hdt., v. infr. 11.1), ,
A a round smooth stone (περιφερὴς λίθος μάρμαρος, Hsch.),

χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ' αὐχένα κόψας, ὅλμον δ' ὣς ἔσσενε κυλίνδεσθαι δι' ὁμίλου Il.11.147

(from which passage it was taken to signify the human trunk, Poll.2.162, EM460.17).
II later, any cylindrical or bowl-shaped body :
1 mortar, Hes.Op.423, Hdt.1.200, IG22.1126.24, 12(5).872.82(Tenos, iii B. C.), PLille9.9 (iii B. C.), etc.
2 kneadingtrough, Ar.V.201,238.
3 hollow seat on which the Pythia prophesied, hence prov.,

ἐν ὅλμῳ κοιμᾶσθαι Plu.Prov.2.14

;

ἐν ὅ. εὐνάσω Zen.3.63

; τοῦ τοίχου τὸ μέρος τοῦ κατὰ τὸν ὅλμον (in the temple of Amphiaraus at Rhamnus),

Ἐφ.Ἀρχ. 1909.271

.
b support,

καθίσας τὸν ἄνθρωπον ὀκλὰξ ἐπὶ ὅλμων δύο Hp.Haem.4

.
4 drinking-vessel, Menesth.1.
5 mouthpiece of a flute, Eup.267, cf. Poll.4.70, and v. ὑφόλμιον 11.
6 dial,

ὅλμου τοῦ λιθίνου ὃς ἐκαλεῖτο Ἑλληνιστὶ [γν] ώμων PHib.1.27.26

(iii B. C.).
7 stone used as a weight, prov.

ὅ. ὑπὲρ κεφαλῆς Lib.Ep.473.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὄλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὦλμος — ὄλμος , ὄλμος a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμοις — Ὄλμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμοις — ὄλμος a round smooth stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμον — ὄλμος a round smooth stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”